- ανεπισκίαστος
- -η, -ο (AM ἀνεπισκίαστος, -ον)αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να επισκιαστεί, που διατηρεί την αίγλη τουμσν.εκείνος που δεν είναι κρυψίνους, ο ειλικρινής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπισκίαστον — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem acc sg ἀνεπισκίαστος not in the shade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκιάστοις — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκιάστου — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπισκιάστῳ — ἀνεπισκίαστος not in the shade masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείωτος — η, ο (Α ἀμείωτος, ον) [μειώνω] αυτός που δεν μειώθηκε ή δεν μπορεί να μειωθεί, ακέραιος ανέπαφος νεοελλ. 1. (με ηθική σημασία) αυτός που δεν υπέστη ή δεν μπορεί να υποστεί ηθική μείωση, αταπείνωτος, ανεπισκίαστος 2. (με ποιοτική σημασία)… … Dictionary of Greek